Γέρικο

Γέρικο
Ημιορεινός οικισμός (360 μ., 136 κάτ.) του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ορφέα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • άβολος — (I) ἄβολος, ον (Α) 1. (για το πουλάρι) αυτό που δεν έχει αλλάξει ακόμη τα πρώτα δόντια του 2. (για το γέρικο άλογο) αυτό που δεν αλλάζει πια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + βολή < βάλλω]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν παρέχει ευκολίες, ανέσεις, ο …   Dictionary of Greek

  • γεράνδρυον — γεράνδρυον, το (Α) γέρικο δέντρο, κορμός ή κούτσουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός κατά τον τύπο τού μελάν δρυον] …   Dictionary of Greek

  • γεραιόφλοιος — γεραιόφλοιος, ον (Α) (για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες …   Dictionary of Greek

  • γερατειά — και γηρατειά, τα και γερατειό και γεράτειο και γηρατειό, το (Μ γερατειό και γηρατεῑον, το) η γεροντική ηλικία, τα γεράματα μσν. 1. ο γέρος 2. το γέρικο κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γερατειά < γερατεία, αναλογικός σχηματισμός προς το πρωτεία, < γέρα …   Dictionary of Greek

  • ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα …   Dictionary of Greek

  • παλιάλογο — το 1. γέρικο άλογο 2. ατίθασο, δύστροπο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + άλογο] …   Dictionary of Greek

  • τρύσιππος — ὁ, ΜΑ (κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον] …   Dictionary of Greek

  • Αζεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Εργίνου, γιου του Κλυμένη, βασιλιά των Μινύων. Ο Εργίνος πήρε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία, αλλά όταν γύρισε στον Ορχομενό, ήταν γέρος και άτεκνος. Ένας χρησμός τον συμβούλευσε να βάλει ένα νέο πέταλο στο γέρικο… …   Dictionary of Greek

  • λιοντάρι ή λέων — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera leo, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα αρσενικά λ. έχουν βάρος 150 260 κιλά και ύψος μέχρι το ακρώμιο 1 μ., ενώ τα θηλυκά βάρος 122 182 κιλά και ύψος 80 90 εκ. Η οδοντοστοιχία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”